- αδιαπότιστος
- -η, -ο [διαποτίζω]αυτός που δεν διαποτίζεται ή δεν διαποτίστηκε από υγρασία ή από κάποιο υγρό, άβρεχτος, ξερός, στεγνός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιαπότιστος — η, ο αδιάβροχος, στεγνός: Το νερό ήταν λίγο, γι αυτό το χώμα έμεινε αδιαπότιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)